τρυγητήρ

τρυγητήρ
-ῆρος, ὁ, Α
1. αυτός που συλλέγει τους ώριμους καρπούς και ιδίως τα σταφύλια, ο τρυγητής
2. ονομασία αστέρα, προτρυγητήρ*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυγῶ (Ι) + κατάλ. -τήρ* (πρβλ. τιμωρη-τήρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τρυγητήρ — one who gathers ripe fruit masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγητῆρας — τρυγητήρ one who gathers ripe fruit masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγητήρων — τρυγητήρ one who gathers ripe fruit masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρυγητήρ — ῆρος, ὁ, Α αστρον. αστέρας προς τα δεξιά τού αστερισμού τής Παρθένου, που ανατέλλει λίγο πριν από τον τρυγητή, αλλ. τρυγητήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τρυγητήρ (< τρυγῶ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”